Ήταν Άυγουστος του 1978 όπως κάθε καλοκαίρι έτσι και εκείνο πακετάραμε τα πράγματα μας και φύγαμε για το νησί.Ο πατέρας δούλευε το δικό του τσαγκαράδικο με πολύ μεράκι και αγάπη ,το είχε κληρονομήσει απο τον παππού Αντώνη (απο εκεινον πήρα και το όνομα μου ,αφού ήμασταν 3 αδερφές και ο πολυπόθητος γιός δεν ηρθε ποτέ) και δούλευε όλο τον χρόνο χωρίς διακοπές,γιορτές και αργίες , ο Άυγουστος ήταν ο μήνας ξεκούρασης, όπως έλεγε και έτσι οι διακοπές μας ήταν αυτός ο μήνας του καλοκαιριού. Απο την ώρα που μπήκαμε στο καράβι ένιωθα πως κάτι διαφορετικό θα συμβεί σε αυτο το ταξίδι.Η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα άβουλη που ποτέ δεν πήγαινε κόντρα σε κανέναν για να τα έχει καλά με όλους και να μήν δημιουργεί προβλήματα όπως έλεγε (ο Θεός να την αναπαύσει) εγώ πάλι το έβλεπα τελείως διαφορετικά το θέμα . Ήταν περίπου 3 το μεσημέρι ειχαμε διανύσει το μισό του ταξιδιού και είχαμε αλλες 6 ώρες μπροστά μας, είχα αρχίσει να πλήττω αφόρητα και σκέφτηκα να κάνω μία βόλτα στο πλοίο.Σε μία γωνιά ήταν 2 φανταροί οι οποίοι όπως έμαθα αργότερα είχαν πάρει μετάθεση απο το στρατόπεδο της Τρίπολης για το νησί.Δέν ξέρω πως,μέσα σε λίγα λεπτά είχα βρεθεί ανάμεσα τους ,να μιλάμε και να γελάμε η ώρα πέρασε τόσο γρήγορα που ούτε εγώ η ίδια το πίστευα .Όταν έβλεπα φαντάρους στόν δρόμο σκεφτόμουν σιωπηλά μέσα μου ''πόσο ίδιοι είναι όλοι, κοντοκουρεμένοι , στα χακί'' αυτή την φορά δεν ήταν έτσι ο ένας απο τους δύο μου τράβηξε τόσο πολύ το ενδιαφέρον πού νόμιζα πως το καράβι ήταν άδειο και εκεί βρισκόμασταν μονο εγώ και αυτός . Η ώρα περνούσε,σε λιγότερο απο δύο ώρες πιάνουμε λιμάνι , σκέψεις και συναισθήματα με κατακλύζουν ,θα τον ξανα δώ ;τί να κάνω ;τι πρεπει να κανω; Βλέπω απο μακριά τον πατέρα μου, πριν προλάβει να με δει φεύγω και κατευθύνομαι προς τις τουαλέτες , δέν περνάει 1 λεπτό και βλέπω πίσω μου τον Ανδρέα έτσι τον έλεγαν Ανδρέα δέν προλαβαίνω να πώ λέξη και έχει συμβει το αναπόφευκτο ,ο πατέρας μου έξω με ψαχνει και εγω ; εγω τι;Θεέ μου τι εκανα ; σκέφτηκα . Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι ,χωριστήκαμε , το μόνο που ήξερα ηταν το ονομά του και την μορφή του ,που δεν έφυγε λεπτό απο το μυαλό μου καθ'όλη την διάρκεια τών διακοπών.Οι μέρες περνούσαν ,δέν τον συνάντησα ποτέ, ούτε μία φορά ,έλεγα δέν μπορεί είμαστε στο ίδιο νησί κάπου θα τον πετύχω ,μα καλά δέ παίρνουν άδεια σκεφτόμουν, μάταια όμως ήταν γραφτό να σε δώ μία φορα και προσπαθούσα να ζήσω με αυτό για πάντα. Αργά η γρήγορα η μέρα αναχώρησης έφτασε, ήταν η τελευταία μου ελπίδα, να είναι μέσα στο πλοίο.Έψαχνα, σε έψαχνα παντού μα δέν ήσουν πουθενά οι ελπίδες μου χάθηκαν για πάντα .Η ζωή στην Αθήνα κυλούσε βαρετά με την σκέψη μου να είναι ακόμα εκεί σε σένα. Δύο χρόνια τώρα δέν έκανα σχέση με κανέναν προσπαθούσα ,αλλά δέν τα κατάφερνα τον λόγο δέν τον ήξερα, τον έμαθα όμως . Αποφάσισα να ξεκινήσω δουλειά στο τσαγκαράδικο του πατέρα μου αφού τελείωσα και το σχολείο τι να έκανα στο σπίτι νοικοκυριό ;εγώ ;ποτέ! Σιγά σιγα την έμαθα την δουλεια και ο πατέρας ήταν υπερήφανος για μένα . Ένα πρωι με έστειλε να του πληρώσω κάποιους λογαριασμούς ,καθώς περπατούσα βλέπω στο απέναντι πεζοδρόμιο ,καθησμένο σε κάτι τραπεζάκια καφενείου την μόρφη που με σημάδεψε για πάντα,είναι εκεί ,μαυριζουν τα πάντα γύρω μου και το μόνο που μπορώ να δώ καθαρά είναι εκείνος δέν χάνω ευκαιρία ,περνάω απέναντι και στέκομαι μπροστά του αντιδρά όπως και εγώ ,μένει άγαλμα στεκόμαστε ένα πεντάλεπτο αντικριστά χωρίς να πούμε τιποτα .Βρεθήκαμε εκείνη την ημέρα και απο τότε δεν χωρίσαμε ποτέ ,ναι ποτέ.Φυσικά δέν έμαθε ποτέ κανένας την γνωριμία που ήδη είχαμε. Είναι ο άντρας μου , ο πατέρας των παιδιών μου και παππούς πλέον του νεογέννητου εγγονού μου ,35 χρόνια αχώριστοι στα εύκολα και τα δύσκολα, και φυσικά οι καθιερωμένες μας διακοπές κάθε χρόνο είναι στο νησί ,το νησί που μας χάρισε τον έρωτα, έναν έρωτα μοναδικό!Α.Ν!